5 Ιανουαρίου 2018
Ανάμεσα στον τρίτο και στον τέταρτο λόφο της Κωνσταντινούπολης στέκεται ίσως το ομορφότερο βυζαντινό συγκρότημα, γνωστό ως Μονή Χριστού Παντοκράτορος, που έχτισε ο Ιωάννης Κομνηνός τον 12ο αιώνα. Πρόκειται για τρεις εκκλησίες η μία δίπλα στην άλλη: του Χριστού Σωτήρος Παντοκράτορος, της Παναγίας Ελεούσας και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το μοναστηριακό συγκρότημα διέθετε νοσοκομείο και βιβλιοθήκη, η οποία κάηκε σε πυρκαγιά το 1934, αλλά και νεκροταφείο της δυναστείας των Κομνηνών. Το 1204, με την κατάληψη της Πόλης από τους Λατίνους, εγκαταστάθηκε τριγύρω βενετική παροικία. Το 1453 μετατράπηκε σε τέμενος και ιεροδιδασκαλείο με πρώτο δάσκαλο τον Ζεϊρέκ Μολλά Μεχμέντ Εφέντη και από τον θάνατό του το τέμενος ονομάστηκε Ζεϊρέκ Μολλά τζαμί.
Γύρω από το τζαμί σε αναστήλωση ξύλινου κονακίου βρέθηκαν στα θεμέλια μέρη του μοναστηριού με υπόγειες καμάρες, που είναι άγνωστο αν θα διατηρηθούν ή θα θαφτούν. Η γειτονιά αποπνέει ακόμη την ατμόσφαιρα της Πόλης παρελθόντων αιώνων που τείνει να εξαλειφθεί, κρύβει μικρούς θησαυρούς της παρουσίας βενετικών οικογενειών, μεγάλη αγορά που αξίζει τον κόπο να επισκεφθεί κανείς περνώντας κάτω από το υδραγωγείο του Ουάλη, αλλά και πολλές γωνιές, όπου θάφτηκαν καθημερινοί άνθρωποι που η πνευματικότητά τους τούς κατέστησε αγίους για τους μουσουλμάνους. Κατεβαίνοντας για ψώνια στην αγορά ή προτού απλώσουν την μπουγάδα μέσα στη μέση του δρόμου, άντρες και γυναίκες σταματούν να διαβάσουν μια προσευχή και να ζητήσουν χάρες από τους αγίους του μαχαλά τους.